- βρωτῷ
- βρωτόςto be eatenmasc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μηλοβρωτώ — μηλοβρωτῶ, έω (Α) τρώγω μήλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + βρωτῶ (< βρωτος), μέσω ενός αμάρτυρου τ. *μηλό βρωτος] … Dictionary of Greek